- αλυσθαίνω
- ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM)1. είμαι ασθενής ή αδύνατος2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής.ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.